- τόκλας
- ο, Νβλ. τόκας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τόκας — και τόκλας, ο, Ν στρογγυλή πέτρα που χρησιμοποιείται ως στόχος στο παιχνίδι αμάδες, αλλ. μπουλούκος, πλούκος, μπίτσος, μούτσος ή φίτσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. toccare «πιάνω, αγγίζω»] … Dictionary of Greek
Στάιν, Γκέρτρουντ — (Stein). Αμερικανίδα συγγραφέας και κριτικός (Αλιγκένυ, Πενσυλβανία 1874 Παρίσι 1946). Σπούδασε ψυχολογία με τον Ουίλιαμ Τζαίημς και φοίτησε στην ιατρική σχολή του πανεπιστήμιου Τζων Χόπκινς πριν μεταναστεύσει στο Παρίσι. Εκεί, γοητευμένη από τη… … Dictionary of Greek